Παρασκευή 26 Νοεμβρίου 2010

Ιστορίες Τραίνου-Πρώτη Ιστορία

"Προβλήματα...προβλήματα...προβλήματα..."ήταν η λέξη που χε κολλήσει στο μυαλό της εκείνο το πρωινό καθώς έκλεινε την εξώοπορτα.Περπατούσε αλαφιασμένη στο δρόμο και σκεφτόταν."Χαμένα όνειρα,εφηβικές επιπολαιότητες",ψιθύριζε.Ο κόσμος την κοιτούσε και γελούσε."Ακόμα μια τρελή που περπατάει και παραμιλάει...Χαχαχα",σκεφτόταν.
"Κάποτε ήμουν ελεύθερη.Ένιωθα πως ο κόσμος μου ανήκει,πως θα πραγματοποιήσω τα-για κάποιους-χαζά όνειρά μου.Ήθελα να μπορώ να εργαστώ,να κάνω μια οικογένεια ευτυχισμένη και να βλέπω τα πρόσωπα των παιδιών μου να λάμπουν.Ήθελα να ξέρω πως είμαι σημαντική για κάποιους,έστω για την οικογένεια μου.Και όμως έφτασα 46 χρόνων,βρήκα δουλειά πάνω στο αντικείμενό μου και έκανα οικογένεια.Μέσα σε δυο πανέμορφα προσωπάκια κατάφερα να δω όλη την αγνότητα του κόσμου,του κόσμου που πλέον γύρω μου φαντάζει τρομακτικός και σκοτεινός,ακόμη και σε αυτά τα πρόσωπα βλέπω τώρα φόβο,φόβο για το μέλλον που δεν θέλω να γνωρίσω.Μέσα σε μια νύχτα τα έχασα όλα.Έχασα τον παράδεισο που χα φτιάξει και κλειδώσει καλά.Ήρθε η απόλυση λόγω περικοπών.Δεν πειράζει σκέφτηκα τότε η ανόητη θα έχω τώρα περισσότερο χρόνο για τα παιδιά μου και τον άντρα μου.Θα χορταίνω επιτέλους τα παιδιά μου κάθε μέρα.Και όντως στην αρχή ήταν αυτό που ήθελα.Μετά όμως αισθανόμουν άχρηστη,ότι δεν προσφέρω στην κοινωνία και οι άλλοι με θεωρούν απλά μια μητέρα-νοικοκυρά με πτυχία κρεμασμένα στους τοίχους.Λίγους μήνες αργότερα ο άντρας μου απολύθηκε και αυτός.Έψαξα για δουλειά,έκανα ο,τι μπορούσα αλλά κανείς δεν ήθελε μια σαρανταεξάχρονη με δύο παιδιά.Ο άντρας μου έκανε και αυτός ο,τι μπορούσε,αλλά τζίφος.
Τότε άρχισαν τα δάνεια και οι τσακωμοί.Τα παιδιά μας άκουγαν καθημερινά να φωνάζουμε και να αλληλοκατηγορούμε ο ένας τον άλλον για την κατάσταση πενίας που είχαμε να αντιμετωπίσουμεκαιέκλαιγαν,φοβόντουσαν,έτρεμαν.Δάνεια,δάνεια,δάνεια...Λεφτά....λεφτά...λεφτά.Πώς γίνεται να εξουσιαζόμαστε από χαρτιά που τυπώνονται από εμάς?Γιατί αυτά τα χρωματιστά περίεργα χαρτάκια είναι πιο ισχυρά από εμάς?Φοβάμαι να μεγαλώσω τα παιδιά μου σε έναν τέτοιο κόσμο,ντρέπομαι που δεν μπορώ να τους προσφέρω τίποτα πια,ούτε καν λίγη αγάπη περισσότερο.Νιώθω τόσο άδεια μέσα μου,τόσο άχρηστη.Τις προάλλες ο μεγάλος μου ζήτησε λεφτά για σοκολάτα.Κοίταξα το πορτοφόλι μου και είδα ότι είχα δεν είχα ένα ευρώ.Του είπα ότι δεν είχα να του δώσω λεφτά.Με πήραν τα κλάματα.Τόσο άχρηστη μάνα,ούτε μια σοκολάτα δεν μπορώ να προσφέρω στα παιδιά μου.Ο πατέρας τους το ίδιο.Δεν έπρεπε,δεν έπρεπε να είχα κάνει ποτέ παιδιά.Δεν μου αξίζουν αυτοί οι θησαυροί"΄,σκεφτόταν.
Ο κόσμος γύρω της,λίγο έξω από το σταθμό την κοίταζε περίεργα,έτσι φουριόζα που περπατούσε,ενώ δάκρυα κυλούσαν από τα μάτια της.
"Έχετε ένα τσιγάρο?",ρώτησε μια περαστική...
"Όχι,δεν καπνίζω",απάντησε εκείνη ελαφρά πειραγμένη από το θάρρος της άγνωστης.
Η κυρία της ιστορίας μας έμπαινε στο σταθμό του τραίνου βιαστικά καθώς εκείνο φαινόταν να έρχεται.Της φαινόταν τόσο κοντινό και μακρινό συνάμα.Είχε μια συνέντευξη για δουλειά σε μια εταιρεία.
"Δεν ξέρω αν είμαι δειλή ή δυνατή αλλά θα το κάνω..."
Το τρένο σταμάτησε απότομα...Κάτι είχε συμβεί."Η κυρία που δεν κάπνιζε" έτρεξε να δει τι συμβαίνει.
"Πάλι πρόβλημα με το τραίνο?",ένα σούσουρο ακουγόταν μέσα και έξω από το τραίνο.Καθώς το τραίνο υποχώρησε,"η κυρία που δεν κάπνιζε" είδε το νεκρό σώμα της γυναίκας που πριν από λίγο κλαίουσα της ζητούσε τσιγάρο...Βγήκε έξω από το σταθμό,άναψε τσιγάρο και ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλό της...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου